φασματοπαραβλητής

φασματοπαραβλητής
ο, Ν
αστρον. παλαιότερη συσκευή για τη συγκριτική μέτρηση τών φασματογραμμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάσμα, -ατος + παραβάλλω. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. spectrocomparateur].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”